ανασπαστήρας

ανασπαστήρας
[-ήρ (-ηρος)] ο , ανασπαστήριο[ν] τό подъёмник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανασπαστήρας" в других словарях:

  • ανασπαστήρας — ο [ανασπώ] εργαλείο που χρησιμοποιείται για το ξερίζωμα φυτών …   Dictionary of Greek

  • ανασπαστήριο — το (Α ἀνασπαστήριον) [ανασπώ] νεοελλ. ο ανασπαστήρας αρχ. μηχάνημα που χρησίμευε για την ανύψωση των σιδερένιων θυρών των φρουρίων …   Dictionary of Greek

  • ανασπώ — ἀνασπῶ ( άω) (AM) έλκω προς τα πάνω, ανασύρω μσν. 1. διεκδικώ, ζητώ δικαστικώς να αποκτήσω κάτι 2. επιτυγχάνω κάτι δικαστικώς 3. μέσ. α) απομακρύνομαι β) προέρχομαι αρχ. 1. παίρνω με τη βία, αρπάζω 2. (για πλοία) σύρω στην ξηρά 3. τραβώ, ξεριζώνω …   Dictionary of Greek

  • συσπανσουάρ — το, Ν άκλ. (ξεν. τ.) όργανο με το οποίο υποβαστάζεται κάτι και έλκεται προς τα πάνω, ανασπαστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. suspensoir < γαλλ. suspendre < λατ. suspendo «κρεμώ, αναρτώ»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»